Definify.com
Definition 2024
πρόγραμμα
πρόγραμμα
Greek
Noun
πρόγραμμα • (prógramma) n (plural προγράμματα)
- schedule (time-based plan of events)
- program (all senses)
- calendar (future events for theatre etc)
- broadcast
Declension
declension of πρόγραμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόγραμμα | προγράμματα |
genitive | προγράμματος | προγραμμάτων |
accusative | πρόγραμμα | προγράμματα |
vocative | πρόγραμμα | προγράμματα |