Definify.com
Definition 2024
ράπισμα
ράπισμα
Greek
Noun
ράπισμα • (rápisma) n (plural ραπίσματα)
- slap (to the face)
Declension
declension of ράπισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ράπισμα | ραπίσματα |
genitive | ραπίσματος | ραπισμάτων |
accusative | ράπισμα | ραπίσματα |
vocative | ράπισμα | ραπίσματα |
Synonyms
- see: χαστούκι n (chastoúki)