Definify.com
Definition 2024
ρύπανση
ρύπανση
Greek
Noun
ρύπανση • (rýpansi) f (plural ρυπάνσεις)
- pollution (something that pollutes; a pollutant)
- η ρύπανση της ατμόσφαιρας
- air pollution
- η ρύπανση της ατμόσφαιρας
- contamination
- soiling
Declension
declension of ρύπανση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρύπανση | ρυπάνσεις |
genitive | ρύπανσης / ρυπάνσεως | ρυπάνσεων |
accusative | ρύπανση | ρυπάνσεις |
vocative | ρύπανση | ρυπάνσεις |