Definify.com

Definition 2024


σάλτσα

σάλτσα

Greek

Noun

σάλτσα (sáltsa) f (plural σάλτσες)

  1. sauce, salsa

Declension

Synonyms

Derived terms

  • σάλτσα ντομάτα f (sáltsa domáta, tomato sauce)
  • σάλτσα μπεσαμέλ f (sáltsa besamél, béchamel sauce)
  • σάλτσα ταμπάσκο n (sáltsa tampásko, Tabasco sauce)
  • σάλτσα Tabasco n (sáltsa Tabasco, Tabasco sauce)