Definify.com

Definition 2024


σαν

σαν

Greek

Alternative forms

Preposition

σαν (san) (+ accusative)

  1. like, as, as if
    να ζήσει σαν βασιλιάςna zísei san vasiliás ― to live like a king
    σαν φίλοςsan fílos ― as a friend
    συμπεριφέρεται σαν μεγιστάναςsymperiféretai san megistánas ― behave like a tycoon
  2. because, as, when
    Σταμάτησε να μιλάει σαν να κατάλαβε το λάθος που έκανε.
    Stamátise na miláei san na katálave to láthos pou ékane.
    He stopped talking when he realized the mistake he had made