Definify.com
Definition 2025
σαρανταποδαρούσα
σαρανταποδαρούσα
Greek
Noun
σαρανταποδαρούσα • (sarantapodaroúsa) f (plural σαρανταποδαρούσες)
Declension
declension of σαρανταποδαρούσα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες |
| genitive | σαρανταποδαρούσας | σαρανταποδαρούσων |
| accusative | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες |
| vocative | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες |
See also
-
σαρανταποδαρούσα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el