Definify.com
Definition 2025
σεξουαλικότητα
σεξουαλικότητα
Greek
Noun
σεξουαλικότητα • (sexoualikótita) f
Declension
declension of σεξουαλικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |
| genitive | σεξουαλικότητας | — |
| accusative | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |
| vocative | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |