Definify.com
Definition 2024
σημείωμα
σημείωμα
Greek
Noun
σημείωμα • (simeíoma) n (plural σημειώματα)
Declension
declension of σημείωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σημείωμα | σημειώματα |
genitive | σημειώματος | σημειωμάτων |
accusative | σημείωμα | σημειώματα |
vocative | σημείωμα | σημειώματα |
Related terms
- σημειωματάριο n (simeiomatário, “notebook”)
Coordinate terms
- υπενθύμιση f (ypenthýmisi, “reminder”)