Definify.com
Definition 2025
σιδηροσωλήνας
σιδηροσωλήνας
Greek
Noun
σιδηροσωλήνας • (sidirosolínas) m (plural σιδηροσωλήνες)
Declension
declension of σιδηροσωλήνας
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σιδηροσωλήνας | σιδηροσωλήνες |
| genitive | σιδηροσωλήνα | σιδηροσωλήνων |
| accusative | σιδηροσωλήνα | σιδηροσωλήνες |
| vocative | σιδηροσωλήνα | σιδηροσωλήνες |