Definify.com
Definition 2025
σκηνοθέτρια
σκηνοθέτρια
Greek
Noun
σκηνοθέτρια • (skinothétria) f (plural σκηνοθέτες, masculine σκηνοθέτης)
- (theater, television, film) director
Declension
declension of σκηνοθέτρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σκηνοθέτρια | σκηνοθέτριες |
| genitive | σκηνοθέτριας | σκηνοθετριών |
| accusative | σκηνοθέτρια | σκηνοθέτριες |
| vocative | σκηνοθέτρια | σκηνοθέτριες |