Definify.com

Definition 2024


σταχανοβίτισσα

σταχανοβίτισσα

Greek

Noun

σταχανοβίτισσα (stachanovítissa) f (plural σταχανοβίτισσες, masculine σταχανοβίτης)

  1. Stakhanovite

Declension

Related terms

External links