Definify.com
Definition 2025
σταχτοτσικνιάς
σταχτοτσικνιάς
Greek
Noun
σταχτοτσικνιάς • (stachtotsikniás) m (plural σταχτοτσικνιάδες)
Declension
declension of σταχτοτσικνιάς
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σταχτοτσικνιάς | σταχτοτσικνιάδες |
| genitive | σταχτοτσικνιά | σταχτοτσικνιάδων |
| accusative | σταχτοτσικνιά | σταχτοτσικνιάδες |
| vocative | σταχτοτσικνιά | σταχτοτσικνιάδες |