Definify.com
Definition 2024
στεατίτης
στεατίτης
Greek
Noun
στεατίτης • (steatítis) m (plural στεατίτες)
Declension
declension of στεατίτης
External links
- στεατίτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
στεατίτης • (steatítis) m (plural στεατίτες)