Definify.com
Definition 2024
στειρώνομαι
στειρώνομαι
Greek
Verb
στειρώνομαι • (steirónomai) (simple past στειρώθηκα, active form στειρώνω, passive)
- passive of στειρώνω (steiróno)
στειρώνομαι • (steirónomai) (simple past στειρώθηκα, active form στειρώνω, passive)