Definify.com
Definition 2024
στοίχημα
στοίχημα
Greek
Noun
στοίχημα • (stoíchima) n (plural στοιχήματα)
Declension
declension of στοίχημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στοίχημα | στοιχήματα |
genitive | στοιχήματος | στοιχημάτων |
accusative | στοίχημα | στοιχήματα |
vocative | στοίχημα | στοιχήματα |
See also
- ποντάρω (pontáro, “to bet”)