Definify.com

Definition 2024


στοιχειωδέστατος

στοιχειωδέστατος

Ancient Greek

Adjective

στοιχειωδέστᾰτος (stoikheiōdéstatos)

  1. superlative degree of στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)

Declension

References