Definify.com
Definition 2025
στράτευμα
στράτευμα
Greek
Noun
στράτευμα • (strátevma) n (plural στρατεύματα)
- military forces (as a whole, for a country or alliance)
- Το Ελληνικό στράτευμα πήγε στην Τροία. ― To Ellinikó strátevma píge stin Troía. ― The Greek forces went to Troy.
Declension
declension of στράτευμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στράτευμα | στρατεύματα |
genitive | στρατεύματος | στρατευμάτων |
accusative | στράτευμα | στρατεύματα |
vocative | στράτευμα | στρατεύματα |
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)