Definify.com
Definition 2025
στρατοκράτης
στρατοκράτης
Greek
Noun
στρατοκράτης • (stratokrátis) m (plural στρατοκράτες)
Declension
declension of στρατοκράτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | στρατοκράτης | στρατοκράτες |
| genitive | στρατοκράτη | στρατοκρατών |
| accusative | στρατοκράτη | στρατοκράτες |
| vocative | στρατοκράτη | στρατοκράτες |
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)