Definify.com
Definition 2024
στρατοκράτης
στρατοκράτης
Greek
Noun
στρατοκράτης • (stratokrátis) m (plural στρατοκράτες)
Declension
declension of στρατοκράτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατοκράτης | στρατοκράτες |
genitive | στρατοκράτη | στρατοκρατών |
accusative | στρατοκράτη | στρατοκράτες |
vocative | στρατοκράτη | στρατοκράτες |
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)