Definify.com

Definition 2024


στρες

στρες

Greek

Noun

στρες (stres) n (invariable)

  1. stress (emotional pressure)
    Το στρες είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής.
    Stress is an integral part of life.

Synonyms

Related terms

  • πίεση f (píesi, stress, force)
  • τόνος m (tónos, emphasis, orthographical accent)
  • τονισμός m (tonismós, linguistic stress)
  • άνχος n (ánchos, strain, anxiety)