Definify.com
Definition 2025
συμβούλιο
συμβούλιο
Greek
Noun
συμβούλιο • (symvoúlio) n (plural συμβούλια)
Declension
declension of συμβούλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμβούλιο | συμβούλια |
genitive | συμβουλίου | συμβουλίων |
accusative | συμβούλιο | συμβούλια |
vocative | συμβούλιο | συμβούλια |
Synonyms
- (committee): επιτροπή f (epitropí)
See also
- σύνοδος n (sýnodos, “meeting, synod”)