Definify.com
Definition 2024
συμπύκνωμα
συμπύκνωμα
Greek
Noun
συμπύκνωμα • (sympýknoma) n (plural συμπυκνώματα)
- (chemistry) concentrate, condensate (material of increased concentration)
Declension
declension of συμπύκνωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπύκνωμα | συμπυκνώματα |
genitive | συμπυκνώματος | συμπυκνωμάτων |
accusative | συμπύκνωμα | συμπυκνώματα |
vocative | συμπύκνωμα | συμπυκνώματα |