Definify.com
Definition 2024
συναίσθημα
συναίσθημα
Greek
Noun
συναίσθημα • (synaísthima) n (plural συναισθήματα)
Declension
declension of συναίσθημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναίσθημα | συναισθήματα |
genitive | συναισθήματος | συναισθημάτων |
accusative | συναίσθημα | συναισθήματα |
vocative | συναίσθημα | συναισθήματα |