Definify.com
Definition 2024
συνεισφορά
συνεισφορά
Greek
Noun
συνεισφορά • (syneisforá) f (plural συνεισφορές)
Declension
declension of συνεισφορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνεισφορά | συνεισφορές |
genitive | συνεισφοράς | συνεισφορών |
accusative | συνεισφορά | συνεισφορές |
vocative | συνεισφορά | συνεισφορές |
Synonyms
- εισφορά f (eisforá)
Related terms
- συνεισφέρω (syneisféro, “to contribute”)