Definify.com
Definition 2024
συνθετητής
συνθετητής
Greek
Noun
συνθετητής • (synthetitís) m (plural συνθετητές)
Declension
declension of συνθετητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνθετητής | συνθετητές |
genitive | συνθετητή | συνθετητών |
accusative | συνθετητή | συνθετητές |
vocative | συνθετητή | συνθετητές |
Synonyms
- πλήκτρα f (plíktra, “electronic keyboard, synthesizer”)