Definify.com
Definition 2024
συνωμοσία
συνωμοσία
Greek
Noun
συνωμοσία • (synomosía) f (plural συνωμοσίες)
Declension
declension of συνωμοσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνωμοσία | συνωμοσίες |
genitive | συνωμοσίας | συνωμοσιών |
accusative | συνωμοσία | συνωμοσίες |
vocative | συνωμοσία | συνωμοσίες |
Related terms
- συνωμοτώ (synomotó, “to conspire”)
- συνωμότης m (synomótis, “conspirator”)
- συνωμότρια f (synomótria, “conspirator”)
- συνωμότισσα f (synomótissa, “conspirator”)