Definify.com
Definition 2025
συρματόσχοινο
συρματόσχοινο
Greek
Noun
συρματόσχοινο • (syrmatóschoino) n (plural συρματόσχοινα)
Declension
declension of συρματόσχοινο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | συρματόσχοινο | συρματόσχοινα |
| genitive | συρματόσχοινου / συρματοσχοίνου | συρματόσχοινων / συρματοσχοίνων |
| accusative | συρματόσχοινο | συρματόσχοινα |
| vocative | συρματόσχοινο | συρματόσχοινα |