Definify.com
Definition 2024
συσκευή
συσκευή
Greek
Noun
συσκευή • (syskeví) f (plural συσκευές)
Declension
declension of συσκευή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συσκευή | συσκευές |
genitive | συσκευής | συσκευών |
accusative | συσκευή | συσκευές |
vocative | συσκευή | συσκευές |