Definify.com
Definition 2025
σύγκλιση
σύγκλιση
Greek
Noun
σύγκλιση • (sýnklisi) f (plural συγκλίσεις)
Declension
declension of σύγκλιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύγκλιση | συγκλίσεις |
genitive | σύγκλισης / συγκλίσεως | συγκλίσεων |
accusative | σύγκλιση | συγκλίσεις |
vocative | σύγκλιση | συγκλίσεις |