Definify.com
Definition 2025
σύσπαση
σύσπαση
Greek
Noun
σύσπαση • (sýspasi) f (plural συσπάσεις)
Declension
declension of σύσπαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύσπαση | συσπάσεις |
genitive | σύσπασης / συσπάσεως | συσπάσεων |
accusative | σύσπαση | συσπάσεις |
vocative | σύσπαση | συσπάσεις |