Definify.com
Definition 2025
ταινιογραφία
ταινιογραφία
Greek
Noun
ταινιογραφία • (tainiografía) f (plural ταινιογραφίες)
Declension
declension of ταινιογραφία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ταινιογραφία | ταινιογραφίες | 
| genitive | ταινιογραφίας | ταινιογραφιών | 
| accusative | ταινιογραφία | ταινιογραφίες | 
| vocative | ταινιογραφία | ταινιογραφίες | 
Related terms
- ταινία f (tainía, “film, movie”)