Definify.com
Definition 2024
ταινιογραφία
ταινιογραφία
Greek
Noun
ταινιογραφία • (tainiografía) f (plural ταινιογραφίες)
Declension
declension of ταινιογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταινιογραφία | ταινιογραφίες |
genitive | ταινιογραφίας | ταινιογραφιών |
accusative | ταινιογραφία | ταινιογραφίες |
vocative | ταινιογραφία | ταινιογραφίες |
Related terms
- ταινία f (tainía, “film, movie”)