Definify.com
Definition 2025
ταξιθέτρια
ταξιθέτρια
Greek
Noun
ταξιθέτρια • (taxithétria) m (plural ταξιθέτριες, masculine ταξιθέτης)
Declension
declension of ταξιθέτρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ταξιθέτρια | ταξιθέτριες |
| genitive | ταξιθέτριας | ταξιθετριών |
| accusative | ταξιθέτρια | ταξιθέτριες |
| vocative | ταξιθέτρια | ταξιθέτριες |