Definify.com

Definition 2024


τηλεφωνήτρια

τηλεφωνήτρια

Greek

Noun

τηλεφωνήτρια (tilefonítria) f (plural τηλεφωνήτριες, masculine τηλεφωνητής)

  1. (telecommunications) telephonist, telegraphist, operator

Declension

Related terms