Definify.com
Definition 2024
τραπεζώνω
τραπεζώνω
Greek
Verb
τραπεζώνω • (trapezóno) (simple past τραπέζωσα)
- I entertain to dinner.
- Στο γάμο τους, τραπέζωσαν πολύ κόσμο.
- Sto gámo tous, trapézosan polý kósmo.
- At their wedding, they entertained many people to dinner.
- Στο γάμο τους, τραπέζωσαν πολύ κόσμο.
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.