Definify.com
Definition 2024
τρυποκάρυδο
τρυποκάρυδο
Greek
Noun
τρυποκάρυδο • (trypokárydo) n (plural τρυποκάρυδα)
- Alternative form of τρυποκάρυδος (trypokárydos)
- (masculine) Accusative singular form of τρυποκάρυδος (trypokárydos).
Declension
declension of τρυποκάρυδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρυποκάρυδο | τρυποκάρυδα |
genitive | τρυποκάρυδου | τρυποκάρυδων |
accusative | τρυποκάρυδο | τρυποκάρυδα |
vocative | τρυποκάρυδο | τρυποκάρυδα |