Definify.com

Definition 2024


υλιστής

υλιστής

Greek

Noun

υλιστής (ylistís) m (plural υλιστές, feminine υλίστρια)

  1. materialist

Declension

Related terms

Synonyms

  • ματεριαλιστής m (materialistís)
  • ματεριαλίστρια f (materialístria)