Definify.com
Definition 2025
υλοποίηση
υλοποίηση
Greek
Noun
υλοποίηση • (ylopoíisi) f (plural υλοποιήσεις)
- implementation
- Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
- The plans are ready, but I will need money to implement them.
- Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
Declension
declension of υλοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | υλοποίηση | υλοποιήσεις |
| genitive | υλοποίησης / υλοποιήσεως | υλοποιήσεων |
| accusative | υλοποίηση | υλοποιήσεις |
| vocative | υλοποίηση | υλοποιήσεις |