Definify.com
Definition 2024
υποθηκεύτηκα
υποθηκεύτηκα
Greek
Alternative forms
- υποθηκεύθηκα (ypothikéfthika)
Verb
υποθηκεύτηκα • (ypothikéftika)
- first-person singular simple past of υποθηκεύομαι (ypothikévomai)
υποθηκεύτηκα • (ypothikéftika)