Definify.com
Definition 2025
υπολογίστρια
υπολογίστρια
Greek
Noun
υπολογίστρια • (ypologístria) f (plural υπολογίστριες, masculine υπολογιστής)
Declension
declension of υπολογίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | υπολογίστρια | υπολογίστριες |
| genitive | υπολογίστριας | υπολογιστριών |
| accusative | υπολογίστρια | υπολογίστριες |
| vocative | υπολογίστρια | υπολογίστριες |