Definify.com
Definition 2024
υπόνοια
υπόνοια
Greek
Noun
υπόνοια • (ypónoia) f (plural υπόνοιες)
Declension
declension of υπόνοια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόνοια | υπόνοιες |
genitive | υπόνοιας | υπονοιών |
accusative | υπόνοια | υπόνοιες |
vocative | υπόνοια | υπόνοιες |
Related terms
- ύποπτος (ýpoptos, “suspicious”)