Definify.com
Definition 2025
υψικάμινος
υψικάμινος
Greek
Noun
υψικάμινος • (ypsikáminos) f (plural υψικάμινοι)
Declension
declension of υψικάμινος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υψικάμινος | υψικάμινοι |
genitive | υψικαμίνου | υψικαμίνων |
accusative | υψικάμινο | υψικαμίνους |
vocative | υψικάμινε | υψικάμινοι |
See also
- χυτήριο f (chytírio, “foundry”)