Definify.com
Definition 2024
φαντασίωση
φαντασίωση
Greek
Noun
φαντασίωση • (fantasíosi) f (plural φαντασιώσεις)
Declension
declension of φαντασίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαντασίωση | φαντασιώσεις |
genitive | φαντασίωσης / φαντασιώσεως | φαντασιώσεων |
accusative | φαντασίωση | φαντασιώσεις |
vocative | φαντασίωση | φαντασιώσεις |