Definify.com
Definition 2025
φεμινιστής
φεμινιστής
Greek
Noun
φεμινιστής • (feministís) m (plural φεμινιστές, feminine φεμινίστρια)
Declension
declension of φεμινιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φεμινιστής | φεμινιστές |
genitive | φεμινιστή | φεμινιστών |
accusative | φεμινιστή | φεμινιστές |
vocative | φεμινιστή | φεμινιστές |
Related terms
- see: φεμινισμός m (feminismós, “feminism”)
External links
- Φεμινισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el