Definify.com
Definition 2025
φονταμενταλιστής
φονταμενταλιστής
Greek
Noun
φονταμενταλιστής • (fontamentalistís) m (plural φονταμενταλιστές, feminine φονταμενταλίστρια)
Declension
declension of φονταμενταλιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φονταμενταλιστής | φονταμενταλιστές |
genitive | φονταμενταλιστή | φονταμενταλιστών |
accusative | φονταμενταλιστή | φονταμενταλιστές |
vocative | φονταμενταλιστή | φονταμενταλιστές |
Related terms
- φονταμενταλισμός m (fontamentalismós, “fundamentalism”)
- φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós, “fundamentalist”) (adjective)