Definify.com
Definition 2024
φορείο
φορείο
Greek
Noun
φορείο • (foreío) n (plural φορεία)
Declension
declension of φορείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φορείο | φορεία |
genitive | φορείου | φορείων |
accusative | φορείο | φορεία |
vocative | φορείο | φορεία |