Definify.com
Definition 2025
χρηματιστήριο
χρηματιστήριο
Greek
Noun
χρηματιστήριο • (chrimatistírio) n (plural χρηματιστήρια)
Declension
declension of χρηματιστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρηματιστήριο | χρηματιστήρια |
genitive | χρηματιστηρίου | χρηματιστηρίων |
accusative | χρηματιστήριο | χρηματιστήρια |
vocative | χρηματιστήριο | χρηματιστήρια |