Definify.com

Definition 2024


χωριάτικη_σαλάτα

χωριάτικη σαλάτα

Greek

Noun

χωριάτικη σαλάτα (choriátiki saláta) f (plural χωριάτικες σαλάτες)

  1. Greek salad

Declension

see: χωριάτικος (choriátikos) and σαλάτα (saláta)

External links