Definify.com

Definition 2024


ψαλίδι

ψαλίδι

Greek

Noun

ψαλίδι (psalídi) n (plural ψαλίδια)

  1. scissors
  2. shears
  3. cut
    • 18 July 2014, Kathimerini.
      Νέο «ψαλίδι» στα εισοδήματα βλέπει το 38% των μισθωτών.
      New 'cut' to incomes hits 38% of employees.

Declension

External links