Definify.com

Definition 2024


ως

ως

See also: ὡς and -ως

Greek

Adverb

ως (os)

  1. as
    Να δέχεσαι τα πράγματα ως έχουν.   (To accept things as they are.)

Particle

ως (os)

  1. as
    Σας μιλώ ως επιστήμονας.   (I speak to you as a scientist.)
    Αντιμετωπίστε καθετί νέο ως πρόκληση!   (Treat everything new as a challenge!)

Preposition

ως (os)

  1. (position): to, as far as
    πάω ως την άκρη του κόσμου.   (I go to the end of the world.)
  2. (time): until, before, by
    Θα είμαι στο σπίτι ως τις έξι.   (I'll be home before six.)

Synonyms