Definify.com
Definition 2024
όραμα
όραμα
See also: ὅραμα
Greek
Noun
όραμα • (órama) n (plural οράματα)
Declension
declension of όραμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | όραμα | οράματα |
genitive | οράματος | οραμάτων |
accusative | όραμα | οράματα |
vocative | όραμα | οράματα |
See also
- διορατικότητα f (dioratikótita, “foresight”)
- όραση f (órasi, “vision, eyesight”)