Definify.com
Definition 2024
όργανο
όργανο
Greek
Noun
όργανο • (órgano) n (plural όργανα)
- (medicine, anatomy) body organ
- Η καρδιά είναι το όργανο του ανθρώπινου σώματος.
- The heart is an organ of the human body.
- Η καρδιά είναι το όργανο του ανθρώπινου σώματος.
- (music) organ, instrument
- μουσικό όργανο
- musical instrument
- μουσικό όργανο
- equipment, appliance
Declension
declension of όργανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | όργανο | όργανα |
genitive | οργάνου | οργάνων |
accusative | όργανο | όργανα |
vocative | όργανο | όργανα |
Derived terms
- αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano, “sense organ”)
- οργανικός m (organikós, “organic”)
- οργάνωση f (orgánosi, “organisation”)
- πνευστό όργανο n (pnefstó órgano, “wind instrument”)