Definify.com

Definition 2024


όργανο

όργανο

Greek

Noun

όργανο (órgano) n (plural όργανα)

  1. (medicine, anatomy) body organ
    Η καρδιά είναι το όργανο του ανθρώπινου σώματος.
    The heart is an organ of the human body.
  2. (music) organ, instrument
    μουσικό όργανο
    musical instrument
  3. equipment, appliance

Declension

Derived terms